- βαναύσου
- βάναυσοςartisanmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαναυσότητα — η 1. η ιδιότητα του βάναυσου 2. βάναυση συμπεριφορά ή ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάναυσος. Ο τ. βαναυσότης μαρτυρείται από το 1889 στο λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
Μόμμιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Αχαϊκός (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός και ύπατος, που άφησε όνομα βάναυσου κατακτητή. Το 146 π.Χ., αφού νίκησε τους Έλληνες στη Λευκόπετρα, κατέλαβε την Κόρινθο, λεηλάτησε τους θησαυρούς της και… … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek